μεσούσης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσούσης < γενική πτώση του ενικού αριθμού της συνηρημένης αρχαίας μετοχής μεσοῦσα, θηλυκού του μεσῶν (ρήμα μεσόω). Στα νέα ελληνικά επέζησαν εκφράσεις με τη γενική απόλυτο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /meˈsu.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σού‐σης

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

μεσούσης

  • (λόγιο) (+ γενική θηλυκού ουσιαστικού, συχνά αρχαιοπρεπούς) όντας στη μέση μιας διαδικασίας ή χρονικής περιόδου.
    μεσούσης της κρίσεως, της διαδικασίας, της νυκτός, της περιόδου



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

μεσούσης