μετεπιβιβάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετεπιβιβάζω < μετ- + επιβιβάζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reembark)

Ρήμα[επεξεργασία]

μετεπιβιβάζω (παθητική φωνή: μετεπιβιβάζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]