μεϊνάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεϊνάρω < μέιν + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική main

Ρήμα[επεξεργασία]

μεϊνάρω , αόρ.: μεϊνάρισα/μέιναρα (χωρίς παθητική φωνή)

Όλοι οι μεταγκέιμερ μεϊνάρουν μπερσέρκερ.

Κλίση[επεξεργασία]

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: μέιναρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: μεϊνάρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]