μηκύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηκύνω < αρχαία ελληνική μηκύνω < μῆκος
Ρήμα[επεξεργασία]
μηκύνω
- (λόγιο) άλλη μορφή του επιμηκύνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηκύνω
|