μήκυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μήκυνση | οι | μηκύνσεις |
γενική | της | μήκυνσης* | των | μηκύνσεων |
αιτιατική | τη | μήκυνση | τις | μηκύνσεις |
κλητική | μήκυνση | μηκύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μηκύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μήκυνση < ελληνιστική κοινή μήκυνσις < αρχαία ελληνική μηκύνω < μῆκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μήκυνση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μηκύνω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μήκυνση
|