μικρομύκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικρομύκης < μικρο- + μύκης < αρχαία ελληνική μύκης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικρομύκης αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • microfungi στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια