μοιρολογημένο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
μοιρολογημένο
- αιτιατική ενικού του μοιρολογημένος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μοιρολογημένος