μοιρολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοιρολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μοιρολογώ
Μετοχή[επεξεργασία]
μοιρολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μοιρολογώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοιρολογημένος
|