μοιχευμένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
μοιχευμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μοιχευμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μοιχευμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μοιχευμένος