μοιχευμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοιχευμένος η μοιχευμένη το μοιχευμένο
      γενική του μοιχευμένου της μοιχευμένης του μοιχευμένου
    αιτιατική τον μοιχευμένο τη μοιχευμένη το μοιχευμένο
     κλητική μοιχευμένε μοιχευμένη μοιχευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοιχευμένοι οι μοιχευμένες τα μοιχευμένα
      γενική των μοιχευμένων των μοιχευμένων των μοιχευμένων
    αιτιατική τους μοιχευμένους τις μοιχευμένες τα μοιχευμένα
     κλητική μοιχευμένοι μοιχευμένες μοιχευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοιχευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μοιχεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

μοιχευμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]