μονόπους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόπους < ελληνιστική κοινή μονόπους < αρχαία ελληνική μόνος + πούς, μορφολογικά αναλύεται μονό- + -πους
Επίθετο[επεξεργασία]
μονόπους (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) και για την κλίση
- (λόγιο) άλλη μορφή του μονοπόδαρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόπους
|
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μονό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πους (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)