μπαμ τερλελέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαμ τερλελέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική barbe à l'impériale (μπαρμπ α λ'εμπεριάλ)[1] Παραφθορά με σατυρική διάθεση barbe > μπαμ, impériale, θηλυκό του impérial > τερλελέ[2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbam teɾ.leˈle/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

μπαμ τερλελέ ουδέτερο άκλιτο

  • (κομμωτική, παρωχημένο) το μικρό γένι που βρίσκεται στην κοιλότητα κάτω από το χείλος
    ※  Αφού σκέφτηκε λίγο, ξύνοντας με το μικρό δαχτυλάκι το μπάμ-τερλελέ του , ρώτησε το νεαρό ταγματάρχη πως ονομάζεται, μ' όλο που τον γνώριζε. (Ζήσης Σκάρος, Αστοί και εργάτες, Εκδ. Δωρικός, 1966, σελ. 75)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Από τη μουσαντένια ιστορία στο μούσι του αυτοκράτορα, Νίκος Σαραντάκος, sarantakos.wordpress.com, 18 Αυγούστου 2011 [1]
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.