μποσικάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μποσικάρω
- (μεταβατικό, λαϊκότροπο) κάνω κάτι μπόσικο, χαλαρώνω
- (αμετάβατο, λαϊκότροπο) γίνομαι μπόσικος, χαλαρώνω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μποσικάρω
|