μόνοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μόνοι
- ονομαστική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μόνος
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]μόνοι
- (χωρίς άρθρο και με γενική αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας) ονομαστική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μόνος
- ⮡ να βρείτε τη λύση μόνοι σας