μόρτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μόρτικα < μόρτικ(ος) + -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmoɾ.ti.ka/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μόρτικα ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
μόρτικα ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μόρτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μόρτικος