μόρτικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μόρτικα < μόρτικ(ος) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmoɾ.ti.ka/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μόρτικα ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

μόρτικα ουδέτερο

  1. με μόρτικο τρόπο
  2. χρησιμοποιώντας την αργκό, τη μάγκικη γλώσσα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μόρτικα