νεοπλουτίστικου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]νεοπλουτίστικου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του νεοπλουτίστικος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του νεοπλουτίστικος