νοτίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοτίως < (καθαρεύουσα) νοτίως < νότι(ος) + -ως
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /noˈti.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐τί‐ως
- τονικό παρώνυμο: νότιος
Επίρρημα[επεξεργασία]
νοτίως
Πηγές[επεξεργασία]
- νότιος, νότια, νοτίως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.