νυκτοπορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυκτοπορώ < αρχαία ελληνική νυκτοπορέω / νυκτοπορῶ < νύξ + πόρος

Ρήμα[επεξεργασία]

νυκτοπορώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]