ξεκούδουνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκούδουνα < ξεκούδουνος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ξεκούδουνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκούδουνα
|
Επίρρημα[επεξεργασία]
ξεκούδουνα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ξεκούδουνος