ξεκούδουνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεκούδουνος η ξεκούδουνη το ξεκούδουνο
      γενική του ξεκούδουνου της ξεκούδουνης του ξεκούδουνου
    αιτιατική τον ξεκούδουνο την ξεκούδουνη το ξεκούδουνο
     κλητική ξεκούδουνε ξεκούδουνη ξεκούδουνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεκούδουνοι οι ξεκούδουνες τα ξεκούδουνα
      γενική των ξεκούδουνων των ξεκούδουνων των ξεκούδουνων
    αιτιατική τους ξεκούδουνους τις ξεκούδουνες τα ξεκούδουνα
     κλητική ξεκούδουνοι ξεκούδουνες ξεκούδουνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκούδουνος < ξε- + κουδούνι + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

ξεκούδουνος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]