ξεντύνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεντύνομαι, π.αόρ.: ξεντύθηκα, μτχ.π.π.: ξεντυμένος, (ενεργ.: ξεντύνω)