ξεφουρνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ξεφουρνίζω
- βγάζω ένα ψητό από το φούρνο
- λέω ένα ψέμα (που το μαγείρεψα, το έψησα προτού το σερβίρω για να το χάψει κάποιος)
- Αυτό το παιδί ξεφουρνίζει τα ψέματα με το κιλό
- αποκαλύπτω κάτι που δίσταζα να πω
- Δεν φαντάζεσαι τι μου ξεφούρνισε χτες η κόρη σου: είναι έγκυος και θέλει να παντρευτεί!
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφουρνίζω | ξεφούρνιζα | θα ξεφουρνίζω | να ξεφουρνίζω | ξεφουρνίζοντας | |
β' ενικ. | ξεφουρνίζεις | ξεφούρνιζες | θα ξεφουρνίζεις | να ξεφουρνίζεις | ξεφούρνιζε | |
γ' ενικ. | ξεφουρνίζει | ξεφούρνιζε | θα ξεφουρνίζει | να ξεφουρνίζει | ||
α' πληθ. | ξεφουρνίζουμε | ξεφουρνίζαμε | θα ξεφουρνίζουμε | να ξεφουρνίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεφουρνίζετε | ξεφουρνίζατε | θα ξεφουρνίζετε | να ξεφουρνίζετε | ξεφουρνίζετε | |
γ' πληθ. | ξεφουρνίζουν(ε) | ξεφούρνιζαν ξεφουρνίζαν(ε) |
θα ξεφουρνίζουν(ε) | να ξεφουρνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεφούρνισα | θα ξεφουρνίσω | να ξεφουρνίσω | ξεφουρνίσει | ||
β' ενικ. | ξεφούρνισες | θα ξεφουρνίσεις | να ξεφουρνίσεις | ξεφούρνισε | ||
γ' ενικ. | ξεφούρνισε | θα ξεφουρνίσει | να ξεφουρνίσει | |||
α' πληθ. | ξεφουρνίσαμε | θα ξεφουρνίσουμε | να ξεφουρνίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεφουρνίσατε | θα ξεφουρνίσετε | να ξεφουρνίσετε | ξεφουρνίστε | ||
γ' πληθ. | ξεφούρνισαν ξεφουρνίσαν(ε) |
θα ξεφουρνίσουν(ε) | να ξεφουρνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεφουρνίσει | είχα ξεφουρνίσει | θα έχω ξεφουρνίσει | να έχω ξεφουρνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεφουρνίσει | είχες ξεφουρνίσει | θα έχεις ξεφουρνίσει | να έχεις ξεφουρνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφουρνίσει | είχε ξεφουρνίσει | θα έχει ξεφουρνίσει | να έχει ξεφουρνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφουρνίσει | είχαμε ξεφουρνίσει | θα έχουμε ξεφουρνίσει | να έχουμε ξεφουρνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφουρνίσει | είχατε ξεφουρνίσει | θα έχετε ξεφουρνίσει | να έχετε ξεφουρνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφουρνίσει | είχαν ξεφουρνίσει | θα έχουν ξεφουρνίσει | να έχουν ξεφουρνίσει |
|