φουρνίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φουρνίζω < μεσαιωνική ελληνική φουρνίζω < (ελληνιστική κοινή) φοῦρνος + -ίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]φουρνίζω (παθητική φωνή: φουρνίζομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φούρνος
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φουρνίζω | φούρνιζα | θα φουρνίζω | να φουρνίζω | φουρνίζοντας | |
β' ενικ. | φουρνίζεις | φούρνιζες | θα φουρνίζεις | να φουρνίζεις | φούρνιζε | |
γ' ενικ. | φουρνίζει | φούρνιζε | θα φουρνίζει | να φουρνίζει | ||
α' πληθ. | φουρνίζουμε | φουρνίζαμε | θα φουρνίζουμε | να φουρνίζουμε | ||
β' πληθ. | φουρνίζετε | φουρνίζατε | θα φουρνίζετε | να φουρνίζετε | φουρνίζετε | |
γ' πληθ. | φουρνίζουν(ε) | φούρνιζαν φουρνίζαν(ε) |
θα φουρνίζουν(ε) | να φουρνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φούρνισα | θα φουρνίσω | να φουρνίσω | φουρνίσει | ||
β' ενικ. | φούρνισες | θα φουρνίσεις | να φουρνίσεις | φούρνισε | ||
γ' ενικ. | φούρνισε | θα φουρνίσει | να φουρνίσει | |||
α' πληθ. | φουρνίσαμε | θα φουρνίσουμε | να φουρνίσουμε | |||
β' πληθ. | φουρνίσατε | θα φουρνίσετε | να φουρνίσετε | φουρνίστε | ||
γ' πληθ. | φούρνισαν φουρνίσαν(ε) |
θα φουρνίσουν(ε) | να φουρνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φουρνίσει | είχα φουρνίσει | θα έχω φουρνίσει | να έχω φουρνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φουρνίσει | είχες φουρνίσει | θα έχεις φουρνίσει | να έχεις φουρνίσει | έχε φουρνισμένο | |
γ' ενικ. | έχει φουρνίσει | είχε φουρνίσει | θα έχει φουρνίσει | να έχει φουρνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φουρνίσει | είχαμε φουρνίσει | θα έχουμε φουρνίσει | να έχουμε φουρνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φουρνίσει | είχατε φουρνίσει | θα έχετε φουρνίσει | να έχετε φουρνίσει | έχετε φουρνισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν φουρνίσει | είχαν φουρνίσει | θα έχουν φουρνίσει | να έχουν φουρνίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) φουρνισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) φουρνισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) φουρνισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) φουρνισμένο |