ξυστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ξυστά < ξυστός
Επίρρημα
[επεξεργασία]ξυστά
- ακουμπιστά με μεγάλη ορμή χωρίς σύγκρουση
- Αυτή η μπαλιά πέρασε ξυστά από δίπλα μου!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ξυστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξυστό