ομοιοκατάληκτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

ομοιοκατάληκτο < ομοιοκατάληκτος και ομοιοτέλευτο.

ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο, σχήμα λόγου, όταν δύο ή περισσότερες προτάσεις τελειώνουν με λέξεις ομοιοκατάληκτες

«και βογκάει και βαριά μοιρολαγάει».