ομοιοτέλευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιοτέλευτος < αρχαία ελληνική ὁμοιοτέλευτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ομοιοτέλευτος
- (λόγιο) ομοιοκατάληκτος
- (ουσιαστικοποιημένο) (λογοτεχνικό) ομοιοτέλευτο, ομοιοτέλευτον: σχήμα σύμφωνα με το οποίο εμφανίζεται ομοιοκαταληξία στο τέλος δύο ή περισσότερων διαδοχικών ή κοντινών στίχων, προτάσεων κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιοτέλευτος
|