οἰκητήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οἰκητήριον ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη οἶκος
- νέα ελληνική: κτήριο
οἰκητήριον ουδέτερο