πάνδεινα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάνδεινα < παν- + δεινά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάνδεινα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

υπέφερε τα πάνδεινα μετά το θάνατο των γονιών της

Μεταφράσεις[επεξεργασία]