παγκοίνως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παγκοίνως < ελληνιστική κοινή παγκοίνως < αρχαία ελληνική πάγκοινος < πᾶς + κοινός
Επίρρημα[επεξεργασία]
παγκοίνως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παγκοίνως
|