παθιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παθιάζω < μεσαιωνική ελληνική παθιάζω < πάθος

Ρήμα[επεξεργασία]

παθιάζω (παθητική φωνή: παθιάζομαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]