παλιόφυτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλιόφυτρα < παλιο- + φύτρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλιόφυτρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]