πανέμορφη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈne.moɾ.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νέ‐μορ‐φη
- ομόηχο: πανέμορφοι
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πανέμορφη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πανέμορφος