παρέχοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
παρέχοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παρέχω
- ↪ Υποστηρίζει τις ελληνικές επιχειρήσεις παρέχοντας σε αυτές μια σειρά υπηρεσιών αλλά και εκπτώσεις ανάλογα με το τζίρο τους.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
παρέχοντας