παραφθείρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραφθείρω < ελληνιστική κοινή παραφθείρω < παρά + αρχαία ελληνική φθείρω
Ρήμα[επεξεργασία]
παραφθείρω
- φθείρω σε κάποιον μεγαλύτερο βαθμό, αλλοιώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραφθείρω
|