παρνασσιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρνασσιακά < παρνασσιακός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
παρνασσιακά
- με τον τρόπο του παρνασσισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρνασσιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παρνασσιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παρνασσιακός