παρνασσιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρνασσιακός < παρνασσ(ισμός) + -ιακός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική parnassien
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paɾ.na.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐να‐σι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
παρνασσιακός, -ή, -ό
- που σχετίζεται ή ανήκει στον παρνασσισμό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρνασσιακός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιακός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)