Μετάβαση στο περιεχόμενο

παρυδάτιος

Από Βικιλεξικό

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρυδάτιος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική παρυδάτιος[1]

Επίθετο

[επεξεργασία]

παρυδάτιος, -α, -ο [2] (και λόγιο θηλυκό σε -ος [3])

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. παρυδάτιος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρυδάτιος < (παρά) παρ- + (αρχαία ελληνική ὕδωρ, γενική ὕδατος) υδατ- + -ιος [1]

Επίθετο

[επεξεργασία]

παρυδάτιος

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «παρυδάτιος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.