πατ κιουτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατ κιουτ < (ηχομιμητική λέξη) (άμεσο δάνειο) τουρκική pat küt
Έκφραση
[επεξεργασία]πατ κιουτ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- πάτα κιούτα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τους όρους αμέσως και στο άψε σβήσε
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πατ κιουτ
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πατ κιουτ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)