παχνιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. παχνιάζω < παχνί + -ιάζω
  2. παχνιάζω < πάχνη + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

παχνιάζω

  1. τοποθετώ τροφή στο παχνί για τα ζώα
  2. καλύπτομαι με πάχνη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]