πενέζης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πενέζης < (άμεσο δάνειο) βενετική penèse

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πενέζης αρσενικό

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]