περικλύζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περικλύζω < αρχαία ελληνική περικλύζω < περί + κλύζω
Ρήμα[επεξεργασία]
περικλύζω (παθητική φωνή: περικλύζομαι)
- (λόγιο) άλλη μορφή του κατακλύζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περικλύζω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- περικλύζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)