περιρραίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιρραίνω < αρχαία ελληνική περιρραίνω < περί + ῥαίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
περιρραίνω
- (αρχαιοπρεπές) ραίνω σε όλη την επιφάνεια, γύρω γύρω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιρραίνω