πικέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πικέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική piqué [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈce/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐κέ

Επίθετο[επεξεργασία]

πικέ άκλιτο

  • (ύφασμα) ύφασμα με βαθουλώματα και εξογκώματα σε μοτίβο
    Οι κουβέρτες είναι συχνά πικέ, πικεδένιες.
    άλλες μορφές: πικές (αρσενικό)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]