πικρικό οξύ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πικρικό οξύ < πικρικός + οξύ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική picric acid)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πικρικό οξύ ουδέτερο
- (χημεία) οργανική χημική ένωση (όξινη φαινόλη, 2,4,6-τρινιτροφαινόλη (TNP), με μοριακό τύπο C₆H₃N₃O₇)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πικρικό οξύ