Μετάβαση στο περιεχόμενο

πλανίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλανίζω < πλάνη + -ίζω

πλανίζω (παθητική φωνή: πλανίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]