πορτοφόλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /poɾ.toˈfo.ʎa/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πορτοφόλια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πορτοφόλι