πουά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπουά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πουά < γαλλική pois / point < λατινική punctum < punctus < pungo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πουά ουδέτερο άκλιτο

  1. βούλα
  2. (ενδυμασία) ρούχο ή ύφασμα με βούλες

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

πουά άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]