πριμικήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πριμικήριος < (λόγιο δάνειο) λατινική primicerius < → δείτε  primus (πρώτος), cera (κερί), κυριολεκτικά: που είναι πρώτος (στους καταλόγους γραμμένους) από κερί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πριμικήριος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]