πριτς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πριτς < (ηχομιμητική λέξη) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]Επιφώνημα
[επεξεργασία]πριτς
- (οικείο, ειρωνικό, λέξη χωρίς νόημα), όχι, σιγά, τι λες! μωρ' τι μας λες!
- —Θα μας χαρίσεις το ονοματάκι σου, δεσποινίς; —Πριτς! Πριτς που θα σου το πω!
- σημείωση: συνήθως συνοδεύεται με ανασήκωμα του αγκώνα ή και χτύπημα του αγκώνα με το άλλο χέρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πριτς ουδέτερο άκλιτο
- (στην παιδική γλώσσα) η πορδή
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πριτς
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς νόημα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Παιδική γλώσσα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)