προβοδώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προβοδώνω < μεσαιωνική ελληνική προβοδώ[1] < *προευοδῶ[2] < αρχαία ελληνική πρό + εὐοδέω / εὐοδῶ < ὁδός ή < μεσαιωνική ελληνική πρόβοδος[2] [3] < λατινική providus < provideo < pro- + video
Ρήμα[επεξεργασία]
προβοδώνω
- άλλη μορφή του προβοδίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προβοδώνω
|
- ↑ προβοδάω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πρόβοδος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)